- αιθερο-
- αἰθερο-в сложн. словах = αἰθήρ См. αιθηρ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιθεροδρόμος — αἰθεροδρόμος, ον (AM) αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, έρος + δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο δρομῶ] … Dictionary of Greek
αιθερολόγος — αἰθερολόγος, ον (Α) (για τον Θαλή και τον Αναξιμένη) αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον αιθέρα και τα σχετικά με αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο λογῶ] … Dictionary of Greek
θαλασσόπλαγκτος — θαλασσόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που πλανιέται στη θάλασσα («θαλασσόπλαγκτα... ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλαγκτός (< πλάζω) «περιπλανώμαι», πρβλ. αιθερό πλαγκτος, νυκτί πλαγκτος] … Dictionary of Greek
θεατροβάμων — θεατροβάμων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που συχνάζει στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek
καλλιλογώ — (AM καλλιλογῶ, έω) εκφράζω κάτι με γλαφυρότητα, εκφράζομαι με κομψότητα λόγου νεοελλ. κολακεύω αρχ. μέσ. καλλιλογοῡμαι, έομαι χρησιμοποιώ εύσχημες φράσεις για κάλυψη κάποιου κακού πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λογῶ (< λόγος < λόγος) … Dictionary of Greek
καλοβάμων — ον (AM καλοβάμων, ον) νεοελλ. φρ. «καλοβάμονα πτηνά» τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά. μσν. αρχ. 1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα 2. ο σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + βάμων… … Dictionary of Greek
κολοσσοβάμων — κολοσσοβάμων, ον (Α) αυτός που στέκεται πατώντας με ανοιχτά πόδια σαν κολοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
λεοντοβάμων — λεοντοβάμων, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε βάση η οποία έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιών λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
μακροβάμων — μακροβάμων, ον (Α) αυτός που περπατά με μακρά, με μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
μετεωροβάμων — μετεωροβάμων, ον (Μ) αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ουρανο βάμων] … Dictionary of Greek